- γλωττίδιον
- τοβλ. γλωσσίδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλωσσίδι — και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον) 1. μικρή γλώσσα 2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσας νεοελλ. 1. η επιγλωττίδα τού στόματος 2. η κλειτορίδα 3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα 4. το πλήκτρο τής καμπάνας 5. η… … Dictionary of Greek